- εμποδών
- (Α ἐμποδών)(επίρρ. κατ' αναλογ. προς το ἐκποδών*)1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.)2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.)3. με τρόπο οφθαλμοφανή, εμφανή, φανερό («Χαρίτων Ιερόν ἐμποδὼν ποιοῡνται», Αριστ.)4. (για χρόνο) αμέσως («παραβάτης δὲ γενόμενος τῶν θεῶν ἐμποδὼν τελευτᾷ», Πολέμ.)5. φρ. α) «ποιοῡμαι ἐμποδών» — θεωρώ ως εμπόδιοβ) «ἐμποδὼν εἰμὶ τινί τινος» — εμποδίζω κάποιον από κάτιγ) «ή ἐμποδὼν παιδεία» — η συνηθισμένη, η καθημερινή, η πρόχειρη, η επιπόλαια παιδεία6. «οἱ μὴ ἐμποδών» — οι απόντες7. (ενάρθρ. ως ουσ.) το ἐμποδώντο εμπόδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. εμποδών ερμηνεύτηκε είτε ως αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετο τού εκποδών είτε από τη φράση εν ποδών αρχαία χρήση τής τοπικής γενικής].
Dictionary of Greek. 2013.